Φωκίωνος

Φωκίωνος
Φωκίων
bird
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοπίδα — η (Α κοπίς, ίδος) [κοπή] 1. κοπίδι 2. μτφ. καυστικότητα, οξύτητα, δριμύτητα («ὁ δὲ Δημοσθένης... ἀνισταμένου... Φωκίωνος εἰώθει λέγειν, ἡ τῶν ἐμῶν λόγων κοπὶς πάρεστιν », Πλούτ.) αρχ. 1. μεγάλο μαχαίρι ή πέλεκυς, ιδίως τού μάγειρα ή τού κρεοπώλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”